δήσας

δήσας
δήσᾱς , δέω 1
bind
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
δήσᾱς , δέω 2
lack
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δῆσας — δέω 1 bind aor ind act 2nd sg (homeric ionic) δέω 2 lack aor ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • TORMENTUM — I. TORMENTUM apud Appuleium, Capilius ipse vides quam non sit amoenus ac delicatus, horrore impexus atque impeditus, stuppeo tormento assimilis: funis est, protensus ac tortus, a torqueo, quod apposite de funibus dicitur. Propert. l. 4. Eleg. 3.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αφορισμός — Ορισμός, αποφθεγματική γνωμάτευση· η απομάκρυνση, ο αποκλεισμός από την κοινωνία των χριστιανών. Στο πλαίσιο της εκκλησίας, ο α. είναι η αφαίρεση του δικαιώματος να συμμετέχει ο πιστός μαζί με τους άλλους συντρόφους του στις διάφορες λατρευτικές… …   Dictionary of Greek

  • δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …   Dictionary of Greek

  • καθαίρω — (AM καθαίρω) 1. καθαρίζω («καθήρατε δὲ κρητῆρας», Ομ. Οδ.) 2. εξαγνίζω από έγκλημα ή αμάρτημα («καθαίρειν τινὰ φόνου», Ηρόδ.) αρχ. 1. απαλλάσσω μια χώρα από τέρατα και ληστές («καθαίρειν γῆν και θάλατταν», Πλούτ.) 2. ιατρ. καθαρίζω, κάνω κένωση… …   Dictionary of Greek

  • καθιμώ — καθιμῶ, άω (Α) 1. κατεβάζω κάποιον με σχοινί («καθιμᾷ αὐτὸν δήσας», Αριστοφ.) 2. (απλώς) κατεβάζω κάτι («τὸν τράχηλον ἂ καθιμήσας ἀνελκύσεις») 3. (κατά τον Ησύχ.) «καθιμᾷ καθίησι, χαλᾷ». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἱμῶ «ανασύρω»] …   Dictionary of Greek

  • λυμαίνω — (AM λυμαίνω) [λύμη] μέσ. λυμαίνομαι επιφέρω όλεθρο, προξενώ φθορά, βλάπτω, καταστρέφω, ρημάζω (α. «οι ληστές λυμαίνονταν την ύπαιθρο» β. «τὴν ἀκρίδα τὴν λυμαινομένην ἡμῶν τοὺς καρπούς», Συνέσ. γ. «οὐχ ὁ θεὸς τὸ σῶμα λυμαίνεται, ἀλλ ἡ νοῡσος»,… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”